- ανεμφάνιστος
- ος , ον1) не появившийся, не явившийся; 2) тайный; 3) фото непроявленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεμφάνιστος — η, ο ( ος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα 2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο … Dictionary of Greek
ανεμφάνιστος — η, ο αυτός που δεν εμφανίστηκε (κυρ. για φωτογραφίες): Οι φωτογραφίες που τραβήξαμε είναι ακόμη ανεμφάνιστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεμφανίστους — ἀνεμφάνιστος without formal notification masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμφάνιστοι — ἀνεμφάνιστος without formal notification masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)